καταζωούμαι

καταζωούμαι
(I)
καταζωοῡμαι, -έομαι (Μ)
αποκτώ ζωή, ζωντανεύω.
————————
(II)
καταζωοῡμαι, -όομαι (Μ)
παίρνω πάλι ζωή, ανασταίνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”